τριγωνικό σύστημα

τριγωνικό σύστημα
Μία από τις 7 υποδιαιρέσεις της κρυσταλλογραφικής κατάταξης. Οι κρυσταλλογραφικοί άξονες είναι 4: τρεις οριζόντιοι που σχηματίζουν μεταξύ τους ίσες γωνίες 60° και ένας κάθετος προς τους τρεις άλλους. Η μέγιστη συμμετρία παρουσιάζει έναν τρίτης τάξης άξονα, δύο δεύτερης τάξης, τρία επίπεδα συμμετρίας και ένα κέντρο. Στο σύστημα αυτό κρυσταλλώνονται ο ασβεστίτης και τα άλλα ανθρακικά ορυκτά, το κορούνδιο, ο αιματίτης, το κιννάβαρι, ο χαλαζίας, ο δολομίτης, ο ιλμενίτης, ο τουρμαλίνης και ο προυστίτης. Τριγωνικό σύστημα: αριστερά, κρύσταλλοι διοψίδιού και δεξιά, το κρυσταλλογραφικό σχήμα του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • τριγωνικός — ή, ό / τριγωνικός, ή, όν, ΝΑ [τρίγωνον] αυτός που έχει σχήμα τριγώνου νεοελλ. 1. χημ. (σχετικά με τύπο υβριδίωσης κατά την περιγραφή τών χημικών δεσμών) αυτός στον οποίο παίρνουν μέρος τρία τροχιακά ενός ατόμου, ένα τροχιακό s και τρία τροχιακά p …   Dictionary of Greek

  • ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… …   Dictionary of Greek

  • σκαληνόεδρος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει σχήμα πολύεδρου τού οποίου οι έδρες είναι σκαληνά τρίγωνα ίσα μεταξύ τους 2. το ουδ. ως ουσ. το σκαληνόεδρο (κρυσταλλ.) κρυσταλλική μορφή που απαντά στο τετραγωνικό και στο τριγωνικό σύστημα και που συνίσταται σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • μαγνησίτης — Ορυκτό του μαγνησίου με χημικό τύπο MgCO3. Ανήκει στην ομάδα των ανθρακικών ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Ο μ. είναι σημαντική πηγή μαγνησίου και έχει πολλές βιομηχανικές χρήσεις και φαρμακευτικές ιδιότητες. Ο μ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • ίασπις — Κρυπτοκρυσταλλική αδιαφανής ποικιλία του χαλκηδονίου, παραλλαγή του χαλαζία (SiO2). Παρουσιάζεται με διάφορες και συχνά ζωηρόχρωμες αποχρώσεις: από γαλάζιο έως κίτρινο και από φαιό έως κόκκινο. Η μεγάλη ποικιλία των χρωμάτων του οφείλεται στον… …   Dictionary of Greek

  • ηλιοτρόπιο — I (heliotropium).Γένος δικοτυλήδονων ποωδών και σπάνια ημιθαμνωδών φυτών ύψους έως 1,50 μ. που κατάγεται από το Περού. Η επιστημονική του ονομασία είναι η. το περουβιανό. Περιλαμβάνει 250 περίπου είδη των εύκρατων περιοχών. Έχει εναλλασσόμενα… …   Dictionary of Greek

  • ιριδόσμιο — Ορυκτό, κράμα οσμίου (17 48%) και ιριδίου (49%) με προσμείξεις ροδίου, λευκόχρυσου και ρουδινίου. Έχει χρώμα λευκό και σκληρότητα 7 στην κλίμακα MOS. Ανήκει στην ομάδα του λευκόχρυσου, κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα σχηματίζοντας ρομβόεδρα… …   Dictionary of Greek

  • κορούνδιο — Ορυκτό του αργιλίου (AL2O3) που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Το μέγεθος των κρυστάλλων του φτάνει τα λίγα εκατοστά και συνήθως βρίσκεται άφθονο σε κοιτάσματα μικροκρυσταλλικών μαζών. Όταν δεν περιέχει προσμείξεις, το κ. είναι άχρωμο και… …   Dictionary of Greek

  • μολυβδοφυλλίτης — ο (ορυκτ.) ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού μολύβδου και τού μαγνησίου, που κρυσταλλώνεται κατά το τριγωνικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. molybdophyllite (< μόλυβδος + φύλλο)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”